- φθινόπωρο(ν)
- το осень;
τό φθινόπωρο(ν) τού βίου — осень жизни (поэт. ), преклонный возраст
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό φθινόπωρο(ν) τού βίου — осень жизни (поэт. ), преклонный возраст
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φθινόπωρο — φθινόπωρο, το και χινόπωρο, το 1. μια από τις τέσσερις εποχές του έτους που αρχίζει στο βόρειο ημισφαίριο στις 23 Σεπτεμβρίου και λήγει στις 21 Δεκεμβρίου, ενδιάμεση ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα, οπότε φθίνουν (λιγοστεύουν ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθινόπωρο — Εποχή του έτους, που εκτείνεται μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα. Διαρκεί από τις 22 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Δεκεμβρίου. Στη διάρκεια του φ. σημειώνεται ισημερία (22 Σεπτεμβρίου), κατά την οποία η ημέρα είναι ίση με τη νύχτα. Στο νότιο ημισφαίριο το … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
φθινοπωριάτικος — η, ο, Ν φθινοπωρινός. επίρρ... φθινοπωριάτικα Ν κατά το φθινόπωρο, με το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρο + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξ ιάτικος)] … Dictionary of Greek
φθινοπωρινός — ή, ό / φθινοπωρινός, ή, όν, ΝΑ [φθινόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο 2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
αποδημητικοί οργανισμοί — Οργανισμοί που μετακινούνται εποχιακά από μία περιοχή σε κάποια άλλη, είτε για να αποφύγουν τις δυσάρεστες περιβαλλοντικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν είτε για να μεταφερθούν σε περιοχές με καλύτερες διατροφικές συνθήκες και πιο κατάλληλες για τα … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek